- ουρανογνωσία
- ηη γνώση και έρευνα τού ουρανού, παλαιός όρος για την αστρονομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + γνώση. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Κοκκίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… … Dictionary of Greek